Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής

Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής

Σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής

Το σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής ή σύνδρομο πρόσκρουσης είναι μια κάκωση του ώμου από υπερχρησία και δημιουργείται από τη προστριβή του τενοντίου πετάλου των στροφέων μυών του ώμου με το ακρώμιο το οποίο αποτελεί μια οστική προεξοχή του οστού της ωμοπλάτης είναι δε η συχνότερη αιτία του πόνου στον ώμο.

Κλινική εικόνα:

Οι ασθενείς με σύνδρομο υποκρωμιακής πρόσκρουσης παραπονούνται για πόνο, δυσκολία επιτέλεσης κινήσεων πάνω από το κεφάλι και πίσω από τη πλάτη, δυσκαμψία και αδυναμία.

Ο πόνος μπορεί να περιορίζεται στον ώμο ή να αντανακλά στο βραχίονα.

Διάγνωση:

Η διάγνωση του συνδρόμου πρόσκρουσης βασίζεται στο ιστορικό του ασθενούς και στη λεπτομερή κλινική εξέταση.

Ο απλός ακτινολογικός έλεγχος μπορεί να αναδείξει επασβεστώσεις στους τένοντες του ώμου ειδικά αν το πρόβλημα είναι χρόνιο ή ανατομικές οστικές ανωμαλίες όπως για παράδειγμα οστεόφυτα του ακρωμίου ή της ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης.

Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για την απεικόνιση των λεπτομερειών των μυϊκών ομάδων καθώς και τη μορφολογία των οστών.

Θεραπεία:

Συντηρητική αγωγή

Για τους περισσότερους ασθενείς με αρχικά στάδια του συνδρόμου υπακρωμιακής προστριβής ακολουθείται με επιτυχία μια συντηρητική αγωγή με ανάπαυση, αποφυγή των δραστηριοτήτων που προκαλούν τα συμπτώματα, αντιφλεγμονώδη παυσίπονα φάρμακα, φυσιοθεραπεία καθώς και τοπικές ενέσεις κορτιζόνης.

Η συντηρητική αγωγή δεν αφαιρεί το αίτιο που προκαλεί το σύνδρομο της υπακρωμιακής προστριβής, αλλά μπορεί να ανακουφίσει τον ασθενή από τα έντονα συμπτώματα.

 

Χειρουργική θεραπεία

Όταν η συντηρητική αγωγή δεν μπορεί να ανακουφίσει τον ασθενή από τον πόνο τότε ακολουθείται χειρουργική αντιμετώπιση. Ο στόχος της επέμβασης είναι να αφαιρεθούν τα αίτια που προκαλούν το σύνδρομο της υπακρωμιακής προστριβής και να δημιουργηθεί με τον τρόπο αυτό αρκετός χώρος για το τενόντιο πέταλο των στροφέων μυών του ώμου.

 

Η συνηθέστερη επέμβαση ονομάζεται ακρωμιοπλαστική και διενεργείται με αρθροσκοπική μέθοδο  μέσω δυο ή τριών μικρών οπών, χρησιμοποιώντας μια κάμερα (αρθροσκόπιο) και ειδικά χειρουργικά εργαλεία.

Μετά τη χειρουργική επέμβαση δεν χρειάζεται ακινητοποίηση του άνου άκρου και ακολουθεί εντατική φυσιοθεραπεία στα πλαίσια μιας μετεγχειρητικής αποκατάστασης.